εννεάδα

εννεάδα
η (AM ἐννεάς και ποιητ. τ. εἰνάς) [εννέα]
το αφηρημμένο ουσ. τού αριθμού εννέα, σύνολο εννέα όμοιων πραγμάτων
μσν.
εννεαετία
αρχ.
1. ο αριθμός εννέα
2. η ένατη μέρα τού μήνα
3. καθένα από τα έξι βιβλία στα οποία διαίρεσε ο Πορφύριος τα έργα τού Πλωτίνου
κάθε βιβλίο αποτελείται από εννέα πραγματείες, «ἐννεάδες».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐννεάδα — ἐννεάς body of nine fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννεαδικός — ή, ό (AM ἐννεαδικός, ή, όν) [εννεάς] νεοελλ. αυτός που έχει ως βάση τον αριθμό εννέα («εννεαδικό σύστημα») αρχ. μσν. 1. αυτός που αναφέρεται στον αριθμό εννέα ή στην εννεάδα 2. ο πολλαπλάσιος τού εννέα, ο βασιζόμενος σε διαίρεση ή υπολογιζόμενος… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”